- πλημμελῶς
- πλημμελήςout of tuneadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλημμελώς — ΝΜΑ επίρρ. βλ. πλημμελής … Dictionary of Greek
πλημμελής — ές, ΝΜΑ νεοελλ. ελλιπής (α. «πλημμελής εργασία» β. «πλημμελής εκτέλεση καθήκοντος») μσν. αρχ. 1. παράφωνος 2. λαθεμένος, ελαττωματικός 3. δυσάρεστος, προσβλητικός. επίρρ... πλημμελώς / πλημμελῶς, ΝΜΑ κατά τρόπο πλημμελή, ελαττωματικά ή λαθεμένα.… … Dictionary of Greek
αλλαντίαση — Τροφική δηλητηρίαση η οποία οφείλεται στην τοξίνη του αλλαντικού βακτηριδίου (κλωστρίδιον το βοτουλικόν) που βρίσκεται συχνά μέσα στις συντηρημένες τροφές. Το μικρόβιο αυτό είναι ευαίσθητο στη θερμότητα, αλλά για να καταστραφούν οι σπόροι του,… … Dictionary of Greek
ελαττωματικός — ή, ό 1. (για έμψυχα) αυτός που έχει σωματική ατέλεια («γεννήθηκε ελαττωματικός») 2. (για άψυχα) αυτός που λειτουργεί πλημμελώς («ελαττωματικός φωτισμός») … Dictionary of Greek
παράκρουση — η / παράκρουσις, ούσεως, ΝΑ [παρακρούω] 1. εσφαλμένη κρούση μουσικού οργάνου, λαθεμένος μουσικός τόνος, παραφωνία 2. παραλογισμός, πλάνη 3. παραφροσύνη, τρέλα νεοελλ. (ψυχιατρ.) ακουστική παραίσθηση που αποτελεί ψυχικό και συνήθως παθολογικό… … Dictionary of Greek
παρακούω — ΝΜΑ 1. ακούω άλλο αντί άλλου, ακούω κάτι διαφορετικά από ό,τι λέγεται, ακούω κάτι εσφαλμένα («παρορῶσί τε καὶ παρακούουσι καὶ παρανοοῡσι πλεῑστα», Πλάτ.) 2. αντιλαμβάνομαι πλημμελώς, παρανοώ 3. επιδεικνύω απείθεια, ανυπακοή σχετικά με εντολή που… … Dictionary of Greek
υπολειτουργώ — Ν [λειτουργώ] λειτουργώ πλημμελώς («τα περισσότερα τμήματα τού εργοστασίου υπολειτουργούν λόγω κακής συντήρησης τών μηχανών»] … Dictionary of Greek
ՄԵՂԱՆՉԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0246 Chronological Sequence: Unknown date մ. πλημμελῶς vitiose. Մեղանչական եւ պարսաւելի օրինակաւ. ախտաւորաբար. *Մեղանչաբար յառաջ եկեալ: Մեղանչաբար շարժեալ. Մաքս. ի դիոն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)